- πολυσπαρτιά
- η, Νη πολυσποριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σπαρτό + κατάλ. -ιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυσποριά — και πολυσπορά, η, Ν [πολύσπορος] 1. το να έχει σπείρει κανείς πολλούς σπόρους, κατά τη σπορά μιας καλλιεργούμενης έκτασης αλλ. πολυσπαρτιά 2. παροιμ. «η πολυσπορά νικά την αστοχιά» λέγεται για να δηλώσει ότι η σπορά πολλών και διαφορετικών σπόρων … Dictionary of Greek